Αφιερώματα

 Κάθε μήνα θα παρουσιάζεται ένα αφιέρωμα - βιογραφία σε καλλιτέχνες που άφησαν το στίγμα τους.

Ιανουάριος 2011

Ρούντολφ Νουρέγεφ

Το όνομα Νουρέγεφ έφθασε να εκφράζει αρχετυπικά την καλλιτεχνική τελειότητα στο πεδίο του χορού, ακόμη και για εκείνους που δεν είχαν στενή σχέση με την τέχνη αυτή. Ομορφος, εξαιρετικά προικισμένος, δύσκολος, κακομαθημένος και αληθινός σταρ, απόλαυσε τα προνόμια της διεθνούς ακτινοβολίας του τρέφοντας την περιέργεια του κοινού που τον λάτρεψε και κάνοντάς το να απορεί για τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής του. Κοσμικός και σουπερστάρ, υπήρξε από τα πρώτα θύματα της «μάστιγας του αιώνα» μετά τη σχέση του με τον επίσης πρόωρα χαμένο τραγουδιστή των Queen Φρέντι Μέρκιουρι. Το χαϊδεμένο παιδί του τζετ-σετ, ο πάμπλουτος συλλέκτης έργων τέχνης και ιδιοκτήτης ακινήτων, αρνήθηκε σχεδόν ως το τέλος (1993) την αρρώστια του - που είχε διαγνωσθεί ήδη από το 1984 -, γεγονός που θεωρήθηκε άρνηση να βοηθήσει στην ευαισθητοποίηση του κόσμου γύρω από το AIDS. Η στάση του κατακρίθηκε από την gay κοινότητα και έφερε στον νου μεγάλου μέρους του κόσμου τις κωμικές ή λιγότερο φωτεινές πλευρές του μυθικού χορευτή: την καριέρα του που «επιμηκύνθηκε» πέραν του δέοντος ενώ πρακτικά ήταν σκιά του παλιού του εαυτού· την προσπάθεια να παραμείνει στα φώτα της δημοσιότητας κάνοντας νέο ξεκίνημα ως διευθυντής ορχήστρας με μέτρια αποτελέσματα και κακές ως ευγενικά ανεκτικές κριτικές· τη νεάζουσα φιγούρα με την τραγιάσκα στις δημόσιες εμφανίσεις προκειμένου να κρυφθεί επιμελώς η αμείλικτη πορεία του χρόνου στην κορυφή της κεφαλής του· η πολυπραγμοσύνη του που τον εξωθούσε στο ανέβασμα της μιας παράστασης μετά την άλλη, κυρίως δικών του εκδοχών των κλασικών έργων του μπαλέτου, και η αδηφάγα επιθυμία του να χορεύει σχεδόν πάντα κάποιον ρόλο, έστω και αν καθώς τα χρόνια περνούσαν κρατούσε καρακτέρ ρόλους: Καραμπός στην «Ωραία Κοιμωμένη», Ντροσελμέγερ στον «Καρυοθραύστη», Δρ Κοπέλιους στην «Κοπέλια». (Κάποια στιγμή δημιούργησε ένα μικρό ανσάμπλ με την ονομασία Nureyev and Friends με το οποίο ερμήνευε ρόλους που απαιτούσαν περισσότερο εσωτερικότητα παρά δεξιοτεχνία, την οποία άφηνε στους νεότερους συμμετέχοντες στην ομάδα αυτή.) Η θρυλική συνεργασία με τη Μάργκοτ Φοντέιν σκιάστηκε και αυτή από ερωτηματικά και φήμες που ήθελαν τη 42χρονη Μάργκοτ (γενν. Πέγκι Χούκαμ) να «ξαναζωντανεύει» και να κάνει δεύτερη καριέρα το 1962, εις βάρος εξίσου καλών ή ικανότερων χορευτριών, όταν ο 23χρονος Ρούντι εμφανίστηκε στις σκηνές της Δύσης (1961).
Ενας αληθινός «μισθοφόρος», ο τάταρος χορευτής των Κίροφ συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα χορευτικά συγκροτήματα σε όλον τον κόσμο χορεύοντας ή χορογραφώντας γι' αυτά και υπήρξε παρτενέρ στη σκηνή των διασημότερων χορευτριών: Υβέτ Σοβιρέ, Μαρία Τάλτσιφ, Ροζέλα Χαϊτάουερ κ.ά. Και ακόμη συνέθεσαν γι' αυτόν έργα 40 χορογράφοι, ανάμεσα στους οποίους οι Ρούντι βαν Ντάντσιχ, Γκλεν Τέτλεϊ, Μάρεϊ Λούις, Μάρθα Γκράχαμ, Πολ Τέιλορ, Μορίς Μπεζάρ, Ζορζ Μπαλανσίν («Αρχοντοχωριάτης»), Ρολάν Πετί («Paradise Lost»), Φρέντερικ Αστον, Κένεθ Μακ Μίλαν («Αρμάνδος και Μαργαρίτα»). Η δραματικότητα που εξέπεμπε ο χορός του, η ερμηνευτική του ικανότητα και η τεχνική του (την οποία κάποιοι, παρ' όλα αυτά, αμφισβήτησαν στη διάρκεια της καριέρας του) ήταν αυτά που χαρακτήριζαν τη σκηνική του παρουσία. Και ακόμη η σεξουαλικότητα που «χρωμάτιζε» τους ρόλους του και που ήταν κάτι πρωτόγνωρο στον αυστηρό και συντηρητικό κόσμο του κλασικού χορού. Στον Νουρέγεφ άρεσε ιδιαίτερα να χορεύει τα έργα στα οποία είχε λάμψει ο Βασλάβ Νιζίνσκι δεκαετίες νωρίτερα και οι ερμηνείες του στο «Απομεσήμερο ενός φαύνου» και στο «Φάσμα του Ρόδου» έχουν μείνει στην ιστορία της τέχνης του χορού. Ανθρωπος με παροιμιώδεις αντοχές, δεν δίσταζε να γλεντάει, να ξενυχτάει και να συνεχίζει απτόητος με το μάθημα και την πρόβα. Το ίδιο παροιμιώδες ήταν και το πείσμα του, που του έδωσε τη φήμη του «δύσκολου» ήδη από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του με τα Μπαλέτα Κίροφ στο Λένινγκραντ.
Ο Νουρέγεφ οφείλει το όνομά του σε λάθος ενός υπαλλήλου του ληξιαρχείου. Οταν ο παππούς του Νούρι Φάσλι δήλωσε τον γιο του (πατέρα τού «Ρούντικ») στον απρόσεκτο συμπατριώτη του, εκείνος προφανώς άκουσε το μισό όνομα και έγραψε Νουρέγεφ. Η αβλεψία ποτέ δεν διορθώθηκε και το λάθος επώνυμο κληρονόμησε και ο γιος τού Χαμέτ και της Φαρίντα, ο οποίος γεννήθηκε μέσα στο τρένο (1938), κοντά στο Ιρκούτσκ, ενώ η μητέρα του πήγαινε επίσκεψη στον άνδρα της που είχε παρατήσει την καλλιέργεια της γης και είχε καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό διαβλέποντας τις πιθανότητες ενός καλύτερου μέλλοντος. Παρ' όλα αυτά, η φτώχεια στο σπίτι του συνεχίστηκε και ο Νουρέγεφ πήγαινε σχολείο ξυπόλυτος με το παλτό της αδελφής του, όπως ο ίδιος έλεγε. Τον πατέρα του τον συνάντησε στα έξι του χρόνια και ο μικρός δύσκολα μπορούσε να ανεχθεί τις εντολές του αυστηρού νεοφερμένου που ήθελε να δει τον γιο του μηχανικό ή γιατρό. Στην Ούφα, όπου έμεναν μετά την άδοξη αναχώρηση της οικογένειας από τη Μόσχα λόγω του πολέμου, ξεκίνησε να μαθαίνει παραδοσιακούς χορούς. Σιγά σιγά άρχισε να κερδίζει λίγα χρήματα χορεύοντας σε παραγωγές της Οπερας της πόλης και με αυτά ξεκίνησε μαθήματα μπαλέτου. Οι δασκάλες του τον παρότρυναν να συνεχίσει και με την ευκαιρία μιας τουρνέ στη Μόσχα πέρασε από ακρόαση στα Μπαλσόι, όπου τον δέχθηκαν. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον νεαρό Ρούντολφ, ο οποίος με τα λεφτά που του είχαν περισσέψει αγόρασε εισιτήριο για το Λένινγκραντ. Πέρασε και στην ακρόαση των Κίροφ, όπου έγινε δεκτός με την κυνική φράση: «Εσύ ή θα γίνεις μεγάλος χορευτής ή θα είσαι μια αποτυχία. Το πιθανότερο είναι ότι θα είσαι αποτυχία». Ο 17χρονος Νουρέγεφ είχε αίσθηση των πιθανών εμποδίων που θα του έφερνε το γεγονός ότι άρχισε σχετικά αργά χορό αλλά ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει. Μετά τη θριαμβευτική αποφοίτησή του χόρεψε τρία χρόνια με τα Κίροφ. Στο διάστημα αυτό χόρεψε όλους τους μεγάλους ρόλους σε έργα όπως «Η Λίμνη των Κύκνων», «Η Ωραία Κοιμωμένη», ο «Δον Κιχώτης», η «Ζιζέλ», συνοδεύοντας σκηνικά τις μεγάλες μπαλαρίνες της εποχής, όπως π.χ. τη Νατάλια Ντουντίνσκαγια. Ο Νουρέγεφ είχε ήδη μια πετυχημένη καριέρα στη Σοβιετική Ενωση προτού ζητήσει άσυλο στο Παρίσι και μπαλαρίνες οι οποίες χόρεψαν μαζί του στα τρία χρόνια που παρέμεινε με τα Κίροφ θυμούνται ότι, όταν εμφανιζόταν, ειδικά στον «Δον Κιχώτη», όπου το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του έβρισκε την καλύτερη διέξοδο, η σκηνή γέμιζε λουλούδια έτσι ώστε η παρτενέρ του να μην μπορεί να χορέψει από φόβο μήπως γλιστρήσει. Η Νινέλ Κουργκάπκινα λέει ότι του συνέστησε να φροντίσει οι θαυμαστές του να του ρίχνουν στο τέλος τα λουλούδια. Την επόμενη φορά που η σκηνή γέμισε σταμάτησε και τα απομάκρυνε ο ίδιος. Τα έργα που είχε χορέψει και επανέλαβε αμέτρητες φορές αργότερα (κάποια από αυτά τα γνώρισε η Δύση με τον Νουρέγεφ και χάρη σε αυτόν) τα ξαναχορογράφησε κιόλας, ενοχλημένος από την αντιμετώπιση και την ερμηνεία των κλασικών έργων. Οι αλλαγές όμως επεκτάθηκαν και στον ρόλο του άνδρα χορευτή, τον οποίο ο Νουρέγεφ ξανάφερε στο προσκήνιο δίνοντάς του εκφραστικές ελευθερίες που απετέλεσαν το εφαλτήριο για πολλές κατοπινές επαναστάσεις στον χώρο του μπαλέτου αλλά και του σύγχρονου χορού (π.χ. Μάθιου Μπερν και Μαρκ Μόρις, ο οποίος, αξιοποιώντας την τεράστια ελευθερία που έφερε ο Νουρέγεφ, πήρε από το βάθρο του «ιερού και απρόσιτου» τους χαρακτήρες του μπαλέτου και τους παρουσίασε στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής φθάνοντας κάποτε ως την εξτραβαγκάντσα).
Το «άλμα στην ελευθερία» έγινε το 1961 και ήταν ένα αξιοσημείωτο γεγονός την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, που του χάρισε τεράστια δημοσιότητα. Ο Σερζ Λιφάρ, χορευτής και διευθυντής της παρισινής Opera, ζηλόφθονα είχε παρατηρήσει για τον Νουρέγεφ: «Εγινε διάσημος επειδή υπήρξε προδότης!». Η ιστορία της αποσκίρτησής του θυμίζει κατασκοπευτική ταινία και είναι λίγο-πολύ γνωστή: κατά τη διάρκεια της πρώτης τουρνέ των Κίροφ στην Ευρώπη υπήρχαν προγραμματισμένες παραστάσεις στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Επειδή όμως ο νεαρός χορευτής δεν συμμορφωνόταν με το «πρωτόκολλο» συμπεριφοράς του συγκροτήματος, ήταν δηλαδή ανυπάκουος και γλεντούσε με παρέες «Δυτικών» συνέχεια, κανόνισαν να τον στείλουν πίσω στη Ρωσία (Σοβιετική Ενωση) ενώ οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν. Ο Νουρέγεφ κατάλαβε ότι το πράγμα θα είχε σοβαρές συνέπειες στην επαγγελματική και στην προσωπική του ζωή και κανόνισε να μεσολαβήσουν φίλοι στη γαλλική αστυνομία του αεροδρομίου ώστε να τον βοηθήσουν όταν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο. Η αστυνομία δέχθηκε υπό τον όρο ότι εκείνος θα πήγαινε σε αυτούς. Η φράση «θέλω να μείνω εδώ» στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου ήταν καθοριστική για τη συνέχεια. (Στην πατρίδα του καταδικάστηκε ερήμην και του επιτράπηκε να χορέψει ξανά εκεί το 1989!) Χόρεψε αρχικά με τα περίφημα μπαλέτα του μαρκησίου Ντε Κουέβας, όπου έμεινε μόνο μερικούς μήνες, και συνέχισε στην Κοπεγχάγη, όπου γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του και έναν από τους σημαντικότερους χορευτές, τον Ερικ Μπρουν. Το 1962 ήρθε η «Ζιζέλ» με τη Μαργκότ Φοντέιν και η πορεία προς τον μύθο. «Δεν είναι κάτι σ' εμένα ούτε κάτι σ' εκείνη αλλά ο κοινός μας σκοπός» έλεγε όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το συστατικό που κάνει τόσο μοναδική και επιτυχημένη τη συνεργασία τους.

Ο πρώτος ποπ σταρ του χορού, όπως τον έχουν ονομάσει, πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1993. Τα στοιχεία της τραγικότητάς του που θα ξαναδώσουν στον μύθο του την παλιά του αίγλη ερευνώνται ακόμη. Εν τω μεταξύ τα Rudolf Nureyev Dance Foundation (Αμερική) και το Rudolf Nureyev Foundation διαχειρίζονται την περιουσία που άφησε προκειμένου να προωθηθούν το μπαλέτο και οι νέοι χορευτές.
Ο πληθωρικός Ρούντι έκανε και ένα σύντομο (και μάλλον ανεπιτυχές) πέρασμα από τον κινηματογράφο στις ταινίες «Βαλεντίνο» του Κεν Ράσελ (1977) και «Exposed» του Τζέιμς Τόμπακ (1983). Το 1983 και για έξι χρόνια ανέλαβε και την καλλιτεχνική διεύθυνση της Opera στο Παρίσι με ένα πολύ βολικό συμβόλαιο που του επέτρεπε να ταξιδεύει και να πραγματοποιεί συνεργασίες και με άλλους καλλιτεχνικούς οργανισμούς. Στην Ελλάδα η τελευταία εμφάνισή του πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1981 στο Ηρώδειο με το Μπαλέτο της Οπερας της Βιέννης στην «Ωραία Κοιμωμένη». Δεν ήταν η καλύτερη εκδοχή του έργου και δεν ήταν η καλύτερη στιγμή του ίδιου. Δεν ήταν καν μια καλή στιγμή του corps de ballet (το σύνολο των χορευτών που εκτελούν βήματα μόνο σε ομάδα) του συγκροτήματος, στα χορευτικά μέρη του οποίου ο Νουρέγεφ έδινε πολύ μεγάλη σημασία, σε αντίθεση με τη συνήθη πριν και μετά απ' αυτόν πρακτική. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το επεισόδιο που τον θέλει στη διάρκεια πρόβας για «Το Βασίλειο των Σκιών» (από το μπαλέτο «Μπαγιαντέρα»), ένα μέρος του έργου όπου το corps de ballet πρέπει να δείξει απόλυτη τάξη και ομοιομορφία, να τονίζει στις χορεύτριες ότι «η καθεμιά τους είναι η Νικία (η κεντρική ηρωίδα που έχει πεθάνει)» και ότι «δεν είναι ένα απρόσωπο σύνολο αλλά η καθεμιά πρέπει να σκέπτεται την ατομικότητά της». 
Το αφιέρωμα έγινε από τη Νατάσα Χασιώτη στο Βήμα το 2003. Ήταν εξαιρετικό και το παραθέττω αυτούσιο.
 


 
Δεκέμβριος 2010 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

''Δεν πιστεύω όπως πιστεύουν, δεν ζω όπως ζουν, δεν αγαπώ όπως αγαπούν. Θα πεθάνω όπως πεθαίνουν.''
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ήταν μόλις 16 χρονών, όταν έγραψε σε κομματάκια χαρτί όλα τα γράμματα του οικογενειακού της ονόματος. Κραγιανκούρ (C-R-Ε-Υ-Α-Ν-C-Ο-U-R). Ανακάτεψε τα χαρτάκια και με κλήρωση κατέληξε στο ψευδώνυμο Γιουρσενάρ.(Υ-Ο-U-R-C-Ε-Ν-Α-R). Το μικρό της όνομα προτίμησε να το κρατήσει: «Είναι ένα όνομα που μου αρέσει», έλεγε, «γιατί δεν ανήκει σε καμία εποχή ούτε σε καμία κοινωνική τάξη. Υπήρξε το όνομα μιας βασίλισσας και μπορεί να είναι το όνομα μιας χωρικής». Η Marguerite Antoinette Jeanne Marie Ghislaine Cleenewerck de Crayencour, λοιπόν μας συστήνεται στην πρώτη της ποιητική συλλογή, μια αναφορά στον Ικαρο με τίτλο «Les jardins des chimeres», ως Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και η μοίρα ξεκινά το παιχνίδι της. Γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1903 στο πατρογονικό Mont-Noir στις Βρυξέλλες. Εχασε τη Βελγίδα μητέρα της Φερνάντ ντε Καρτιέ όταν ήταν μόλις δέκα ημερών μωρό και ανατράφηκε αρχικά από τη γιαγιά της στον οικογενειακό πύργο και ακολούθως από τον πατέρα της, έναν αντικομφορμιστή καλλιεργημένο γάλλο ταξιδευτή. Δεν πήγε βέβαια σε σχολείο, καθώς οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν τον προνόμιο της κατ' οίκον διδασκαλίας. Ο Γάλλος Μισέλ ντε Κραιγιανκούρ ήταν συνήθως απών, καθώς τον κρατούσε απασχολημένο η διπλωματική του καριέρα. Φρόντισε, όμως, ώστε η κόρη του να λάβει άριστη κατ’ οίκον μόρφωση, με έμφαση στα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά, γλώσσες τις οποίες η Μαργκερίτ έμαθε άπταιστα.
Ούτως ή άλλως έπρεπε να είναι πάντοτε εύκαιρη να φύγει από τον πύργο των 100 δωματίων στη Βόρεια Γαλλία όποτε ο πατέρας της αποφάσιζε να κατέβει προς τα νότια για να παίξει στο καζίνο.  Θα τον συνόδευε στα ταξίδια του, στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στον Νότο της Γαλλίας, στην Ελβετία, στην Ιταλία, όπου θα αποκάλυπτε μαζί του την πόλη του Αδριανού στο Τίβολι. Θα τον παρατηρούσε, θα τον βοηθούσε στις ερωτικές περιπέτειές του και θα τις επεξεργαζόταν αργότερα στην πλοκή του έργου της Τι, η αιωνιότητα; Το 1928, σε ηλικία 25 ετών, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα Αλέξης, το μόνο που πρόλαβε να διαβάσει ο πατέρας της. Μετά τον θάνατό του, το 1929, άρχισε για τη Μαργκερίτ η χορεία των περιπλανήσεων με ταξίδια στο Παρίσι, στη Λωζάννη, στην Αθήνα, στα ελληνικά νησιά, στην Κωνσταντινούπολη, στις Βρυξέλλες. Επιστήθια σύντροφός της εκείνη την περίοδο ήταν η μεταφράστρια Γκρέις Φρικ, η οποία την έφερε στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη όπου παρέδιδε μαθήματα συγκριτικής φιλολογίας. Ανέπτυξαν ερωτική σχέση από το 1937 και παρέμειναν μαζί ως τον θάνατο της Φρικ το 1979. Στα υπόλοιπα ταξίδια σε Βρυξέλλες, Αμστερνταμ, Κοπεγχάγη, Παρίσι, Ζυρίχη, Βομβάη, συνοδοιπόρος της Γιουρσενάρ θα γινόταν ο αμερικανός φωτογράφος Τζέρι Ουίλσον. Ενδιάμεσα όλων αυτών και από το 1929 μέχρι και το 1939 εκτός από τη νουβέλα Αλέξης ακολουθούν Η νέα Ευριδίκη (νουβέλα, 1931), Ο θάνατος οδηγεί τα υποζύγια (νουβέλα, 1934), Ο οβολός του ονείρου (μυθιστόρημα, 1934), Τα Διηγήματα της Ανατολής (νουβέλες, 1937) και Χαριστική βολή (μυθιστόρημα, 1939).

Το 1949 εγκαθίσταται μόνιμα στο νησί Μάουντ Ντέζερτ στην πολιτεία Μέιν των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά συνεχίζει να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο. Στο Μάουντ Ντέζερτ, η Γιουρσενάρ θα γράψει το μεγαλύτερο μέρος του έργου που την έκανε παγκόσμια γνωστή, όπως, για παράδειγμα, τα κορυφαία μυθιστορήματά της Αδριανού Απομνημονεύματα (1951) και Έργο στα τυφλά (1968, στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Άβυσσος). Τους ήρωες αυτών των μυθιστορημάτων, τον Αδριανό και τον Ζήνωνα, τους επεξεργαζόταν ήδη από την ηλικία των είκοσι ετών.


Το 1951, στη Γαλλία, η Γιουρσενάρ δημοσίευσε το έργο της Αδριανού Απομνημονεύματα, το οποίο έγραφε κατά διαστήματα σε διάρκεια δέκα χρόνων. Ηταν η ζωή και ο θάνατος ενός από τους μεγάλους αυτοκράτορες της αρχαιότητας, του Αδριανού, μέσα από ένα γράμμα που είχε γράψει ο ίδιος στον υιοθετημένο γιο του Μάρκο Αυρήλιο, αναπολώντας τους θριάμβους και τις ήττες του, την αγάπη του για τον Αντίνοο, την όλη φιλοσοφία του. Αυτό το μυθιστόρημα θα γινόταν ένα μοντέρνο κλασικό έργο, ορόσημο για να αναμετριέται πάνω του κάθε μελλοντική λογοτεχνική αναπαράσταση της αρχαιότητας.
Από το σημειωματάριο του βιβλίου, Ανριανού Απομνημονεύματα εκδ. Χατζηνικολή, διαβάζουμε:
 «Αυτό το βιβλίο το συνέλαβα, έπειτα το έγραψα, στο σύνολό του ή τμηματικά και κάτω από διαφορετικές μορφές, ανάμεσα στο 1924 και το 1926, μεταξύ του εικοστού και του εικοστού τρίτου χρόνου της ηλικίας μου. Όλα εκείνα τα χειρόγραφα καταστράφηκαν κι' έπρεπε να έχουν καταστραφεί.

Σε κάποιο πολυδιαβασμένο και άφθονα σχολιασμένο τόμο του Φλωμπέρ,βρήκα και πάλι την αξέχαστη φράση: Όταν δεν υπήρχαν πια θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε, ανάμεσα στον Κικέρωνα και τον Μάρκα Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή, στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου θα περνούσε προσπαθώντας να καθορίσω, να χρωματίσω κατόπιν, αυτόν τον άνθρωπο[ο που είναι μόνος, και από άλλη πλευρά, δεμένος με όλα.

Ξανάρχισα να δουλεύω το 1934. Μακροχρόνιες έρευνες. Καμμιά δεκαπενταριά σελίδες που γράφτηκαν και κρίθηκαν οριστικές. Το σχέδιο ξανάρχισε, και πάλι εγκαταλείφθηκε πολλές φορές ανάμεσα στο 1934 και το 1937.

Για καιρό φανταζόμουν το έργο με μορφή διαλόγων, στους οποίους θα φτάναν ν' ακούγονται όλες οι φωνές της εποχής. Αλλ' ό,τι κι' αν έκανα, η λεπτομέρεια επιβαλλόταν στο σύνολο. Τα μέρη εξέθεταν την ισορροπία του συνόλου. Η φωνή του Ανδριανού χανότανε κάτω απ΄όλες αυτές τις φωνές. Δεν κατάφερνα να οργανώσω όλων εκείνο τον κόσμο, όπως τον είχε δει και ακούσει ένας άνθρωπος.

Η μόνη φράση που σώζεται από τη γραφή του 1934: «Αρχίζω να διακρίνω το προφίλ του θανάτου μου». Σαν το ζωγράφο, που τοποθετημένος μπροστά σ' ένα ορίζοντα μετακινεί ακατάπαυστα το καβαλέττο του, πρώτα δεξιά, ύστερα αριστερά, είχα βρει επιτέλους την προοπτική του βιβλίου.

Να συλλάβω μια ζωή γνωστή συμπληρωμένη, καθορισμένη (όσο μπορεί να είναι ποτέ) από την ιστορία, έτσι ώστε ν΄ αγκαλιάσω με μια μονάχα ματιά ολόκληρη την καμπύλη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, να διαλέξω τη στιγμή που ο άνθρωπος που έζησε αυτή την ύπαρξη, τη ζύγιασε, την εξέτασε, στάθηκε έστω και για μια στιγμή ικανός να την κρίνει. Να το κάνω έτσι ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ζωή του από την ίδια θέση με μας.

Πρωινό στην έπαυλη Αδριάνα. Αμέτρητα βράδυα στα καφενεδάκια γύρω από το Ολυμπείο. Αδιάκοπα πηγαινέλα στις Ελληνικές θάλασσες. Δρόμοι της Μικράς Ασίας. Για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτές τις αναμνήσεις, που είναι δικές μου, χρειάστηκε να μου γίνουνε τόσο μακρινές όσο ο 2ος αιώνας.»


Σε αυτό το μυθιστόρημα ο εμβληματικός ομώνυμος ήρωάς της αφηγείται τα όνειρα που είχε δει στα τελευταία χρόνια της ζωής του, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι και η ίδια η ζωή έχει κάτι από τον άυλο χαρακτήρα του ονείρου.

Επίσης, ο άλλος ξεχωριστός ήρωάς της, ο Ζήνων, ο μοναχικός αναρχικός, φιλόσοφος-αλχημιστής του 16ου αιώνα, λέει στην «Άβυσσο» (1968) ότι τα μηνύματα των ονείρων μερικές φορές βγαίνουν αληθινά, αφού αποκαλύπτουν τα μυστικά του κοιμισμένου. Θεωρεί ο Ζήνων τα όνειρα παιχνίδια του πνεύματος που αφήνεται στον εαυτό του, και μπορούν να μας πληροφορήσουν για το πώς αντιλαμβάνεται η ψυχή τα πράγματα. Απαριθμεί μάλιστα τις ιδιότητες της ύλης που αποκαλύπτονται στο όνειρο, την ελαφράδα, το άπιαστο, το ασύνδετο, την πλήρη αποδέσμευση από τον χρόνο, τη μεταβλητότητα των σχημάτων του προσώπου που κάνει να είναι ο καθένας πολλοί και οι πολλοί να μειώνονται σε έναν, το σχεδόν πλατωνικό αίσθημα της ανάμνησης, την ανυπόφορη αίσθηση μιας ανάγκης.

Στο βιβλίο «Με ανοιχτά τα μάτια», τη συνέντευξη-ποταμό στον Ματιέ Γκαλέ, η Γιουρσενάρ θα εκμυστηρευτεί: «Σπάνια βλέπω αγχώδη όνειρα. Βλέπω, κυρίως, τοπία εκπληκτικής ομορφιάς. Καμιά φορά και πρόσωπα, που είναι όμως λιγότερο σημαντικά από το τοπίο. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ονειρευόμαστε σε ασπρόμαυρο. Έχω κάνει τις έρευνές μου και διαπίστωσα ότι πολλοί είναι οι άνθρωποι που ονειρεύονται, όπως και γω, σε καταπληκτικά έντονα χρώματα.»

 Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλέχθηκε το 1980 ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.  Η εκλογή της ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, οι οποίες στηρίζονταν κατ’ αρχήν στην διάκριση, από πλευράς των συντηρητικών κύκλων, μεταξύ «ανδρικής» και «γυναικείας» λογοτεχνίας, και ύστερα στην προσωπική της ζωή. Στις 22 Ιανουαρίου 1981, η Γιουρσενάρ γίνεται, τελικά, δεκτή στους κόλπους της Ακαδημίας και μένει στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα μέλος του ανώτατου αυτού πνευματικού Ιδρύματος. Ειπώθηκε τότε ότι αυτό που τη βοήθησε να σταθεί στον θώκο ήταν η «αρρενωπότητά» της, με έναν ελαφρύ υπαινιγμό στη σχέση της, επί 40χρόνια, με την Γκρέις Φρικ.
 Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν το θέμα του πρώτου μυθιστορήματός της «Αλέξης ή Σπουδή του μάταιου αγώνα» (1929) με ήρωα έναν νεαρό που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του. Το ζήτημα επανέρχεται στη «Χαριστική βολή» (1939), ενώ υπάρχουν κάποιες εκφάνσεις του θέματος στο κορυφαίο πεζογράφημά της «Αδριανού απομνημονεύματα» (1951). Η Γιουρσενάρ δεν κράτησε κανένα μυστικό. Οχι μόνο μίλησε εξαντλητικά για τη ζωή της στο τρίτομο αυτοβιογραφικό έργο της «Ο λαβύρινθος του κόσμου» (περιλαμβάνει τα βιβλία «Ευλαβικέςαναμνήσεις», «Αρχεία του Βορρά» και «Τι, η αιωνιότητα») αλλά τακτοποιούσε με πάθος όλες τις σημειώσεις της, όλα τα αποκόμματα, όλες τις φωτογραφίες. Μαζί με την Γκρέις έφτιαξαν το αρχείο της με τρόπο ώστε όλα να είναι έτοιμα να δεχθούν τους φιλολόγους του μέλλοντος (και να τους κατευθύνουν...). Να υποθέσουμε ότι αποσιωπήθηκαν πληροφορίες, εκεί στο αρχείο της νήσου Μάουντ Ντέζερτ, στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, όπου συζούσαν οι δύο γυναίκες; Τι θα μπορούσε να θεωρηθεί επιλήψιμο;

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ υπήρξε σπουδαία ελληνίστρια. Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και η αγάπη της για την ελληνική λογοτεχνία, την ώθησαν να μεταφράσει στα γαλλικά, σε συνεργασία με τον Κ. Θ. Δημαρά, ποιήματα του Καβάφη, τα οποία και παρουσίασε στην έκδοση Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (1958). Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ένας από τους αγαπημένους προορισμούς της και συνήθιζε να την επισκέπτεται κυρίως την περίοδο 1932-1939, χρόνια κατά τα οποία είχε συνδεθεί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, στον οποίο κι αφιέρωσε τα Διηγήματα της Ανατολής. Στα Διηγήματα της Ανατολής, εξάλλου, η Γιουρσενάρ πραγματεύεται στις τρεις από τις δέκα νουβέλες του βιβλίου ελληνικά θέματα: «Ο άνθρωπος που αγάπησε τις Νεράιδες», «Παναγία η Χελιδονού» και «Αφροδίσια η χήρα». Το 2003, έτος κατά το οποίο η Γαλλία γιόρτασε τα 100 χρόνια από την γέννηση της Γιουρσενάρ, η Ελλάδα συμμετείχε στους εορτασμούς με ημερίδα για τη ζωή και το έργο της μεγάλης συγγραφέως, οργανωμένη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 2000 πραγματοποιήθηκε το συνέδριο «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, συγγραφέας του 19ου αιώνα;», οργανωμένο από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στη χώρα μας κυκλοφορούν εκτός από τα ήδη αναφερθέντα έργα της και τα: Η Σμίλη του χρόνου, Με ανοιχτά τα μάτια, Anna Soror, Γράμματα σε φίλους κι όχι μόνο, Το στεφάνι και η λύρα, Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης, Μισίμα, Σαν το νερό που κυλάει και Φωτιές.
Η Ελλάδα ήταν ένας αγαπημένος τόπος. Ενας από τους πολλούς προορισμούς των αναρίθμητων ταξιδιών της. Η Ιταλία ήταν ένας ακόμη. Ταξίδευε ως τα βαθιά της γεράματα. Οταν έχασε την Γκρέις, πήρε τη βαλίτσα της και συνοδό ένα νεαρό φίλο της και πήγε στην Ολλανδία, στο Μαρόκο, στην Αγγλία. Προγραμμάτιζε μάλιστα και μια επίσκεψη στο Νεπάλ για να δει «τα γεναριάτικα λουλούδια ν' ανθίζουν».

Από τα «Ελληνικά Γράμματα» κυκλοφόρησε ένα αποκαλυπτικό για τη συγγραφέα βιβλίο με τον τίτλο «Μια ευλαβική ανάμνηση» (παίζοντας με το έργο της «Ευλαβικές αναμνήσεις»). Το υπογράφει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Εύα Νικολαϊδου. Στα περιεχόμενά του, εκτός από μια συνέντευξη - ποταμό, αποσπάσματα από τα βιβλία της, σκέψεις της για το έργο και τη ζωή της, εκτενής βιογραφία και εργογραφία, σκέψεις της εκδότριας Ιωάννας Χατζηνικολή για τη φίλη και συγγραφέα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, γράμματα σε φίλους της, απόσπασμα από τη βιογραφία της που υπογράφει η Josyane Savigneau.

H συνάντηση έγινε τον Φεβρουάριο του 1983 και υπήρξε «ανοιχτή στιγμή». Η Γιουρσενάρ θα μιλήσει σχεδόν για τα πάντα. Ξεκινώντας από την πολιτική, τα ταξίδια και τον φεμινισμό, τα παιδικά της χρόνια και τη στέρηση της μητέρας, την Ελλάδα που αγαπά και τον Καβάφη που μεταφράζει, θα καταλήξει στη ζωή τη ζώσα, δίχως διόλου να κρυφτεί:

«Ερωτας είναι η βαθιά συνείδηση, να καταλάβεις δηλαδή ότι με τον έρωτα μπορείς μόνο να εξελιχθείς. Οταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δεν χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση.

Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα. Φυσικά είμαι υπέρ της ελεύθερης επιλογής. Αγαπάς και ερωτεύεσαι τον άνθρωπο και όχι το φύλο».

Βαθύτατα ανθρώπινη, ασύλληπτα απλή, θεωρεί ως υπέρτατο αγαθό τη ζωή την ίδια «που είναι μοναδική για τον καθένα, και που τη ζούμε μόνο μία φορά». Και παραδίδει μαθήματα καθημερινής μαγείας: «Είμαι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ζυμώνει το ψωμί του για να φάει, που λατρεύει τα ζώα, τα φυτά, τους φίλους και νιώθει ευτυχισμένος όταν τ αγαπάει όλα αυτά, χωρίς να περιμένει να τον αγαπήσουν», παραδίδει μαθήματα φιλίας: «Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός.

Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή. Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. Και πώς τη φωνάζεις; τη ρωτούν. Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει. Έτσι είναι οι φίλοι. Συχνά έρχονται από τύχη».

Στις 17 Δεκεμβρίου του 1987, η μεγάλη Γαλλοελβετίδα μυθιστοριογράφος πεθαίνει στο Μάουντ Ντέζερτ, αφήνοντας στους αναγνώστες της ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, στο οποίο συνδυάζει, με την ευρηματική της γραφή, την λεπτότητα με τη διεισδυτικότητα, τον κοσμοπολίτικο αέρα με την ευρυμάθεια, και τις μεταφυσικές σκέψεις με το φιλοσοφικό στοχασμό. Ολόκληρο το προσωπικό της αρχείο, αποτελούμενο από πλήθος επιστολών, φωτογραφιών, αποκομμάτων και σημειώσεων, ταξινομήθηκε και δωρίθηκε από την ίδια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με τον όρο, όμως, να επεξεργαστεί μόνο όταν θα έχουν περάσει πενήντα χρόνια μετά το θάνατό της.


Σημειώσεις
[1] [Ανωνύμου], «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ», Οι πρωταγωνιστές του 20ού αιώνα, Το Βήμα/Ιστορία, 2002, σ. 14.
[2] Yourcenar Marguerite, Quoi? L’Éternité, éd. Gallimard (éd. posthume), 1988, (Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι δική μας).
[3] [Ανωνύμου], «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (1903-1987). Μια κοσμοπολίτισσα που λάτρεψε την Ελλάδα», 100 Σημαντικές γυναίκες του 20ού αιώνα, εκδ. Marie Claire, 2000, σ. 25
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογε'ιται στην Εύα Νικολαϊδου
Εντευκτήριον
Το ΒΗΜΑ online





Νοέμβριος 2010

Ρενέ Γκοσινί

Βρισκόμαστε στο 50 π.χ. Όλη η Γαλατία βρίσκεται υπό Ρωμαϊκή κατοχή. Όλη; Όχι! Ένα μικρό χωριό αντιστέκεται ακόμα.
Έτσι ξεκινούσαν οι περιπέτειες ενός μικρόσωμου ήρωα που έμελλε να γίνει μαζί με τον.... εύσωμο φίλο του Οβελίξ, μια από τις καλύτερες παρέες μας στα εφηβικά μας χρόνια.
Ποιος, όμως, ήταν πίσω από αυτούς τους αντιστασιακούς Γαλάτες; 
Πατέρας του Αστερίξ υπήρξε ο Ρενέ Γκοσινί. Γεννήθηκε στο 5ο Διαμέρισμα του Παρισιού στις 14 Αυγούστου 1926. Το 1928 μετακόμισαν με την οικογένειά του στην Αργεντινή, αφού ο πατέρας του δέχτηκε μια πολύ καλή θέση στο Μπουένος Άιρες. Εκεί φοίτησε σε γαλλικό σχολείο. Σε ηλικία 17 ετών χάνει τον πατέρα του αιφνιδίως και αναγκάζεται να δουλέψει. Στην αρχή ως βοηθός λογιστή σε επιχείρηση επισκευής ελαστικών αυτοκινήτων και αργότερα ως βοηθός σκιτσογράφου σε μια διαφημιστική εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1945 εγκαθίσταται μαζί με τη μητέρα του στη Ν.Υόρκη. Θέλοντας, όμως, να αποφύγει να υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό γυρνά στη Γαλλία, ένα χρόνο μετά. Την περίοδο της παραμονής του στο Παρίσι δημιουργεί Το κορίτσι με τα μάτια από χρυσό, βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Μπαλζάκ. Το 1947 επιστρέφει στη Ν.Υόρκη, όπου για ένα χρόνο μένει άνεργος έως ότου προσληφθεί σε ένα μικρό στούντιο. Εκεί γνωρίζει τον Γουίλ Έλντερ, τον Τζον Σέβεριν, τον Χάρβεϊ Κούρτζμαν και τον Τζακ Ντέιβις. Η ομάδα αυτή θα δημιουργήσει αργότερα το περίφημο περιοδικό MAD.
Ο Γκοσινί την ίδια χρονιά (1948) παίρνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στον οίκο Kunen, μέσω του οποίου εξέδωσε τέσσερα παιδικά βιβλία με την υπογραφή του. Playtime Sories, The Monkey In The Zoo, Water Pistol Pete and Flying Arrow και Jolly Jngle. Tότε γνωρίστηκε με τον Ζόζεφ Γκιλέν και μέσω αυτού με τον Μορίς Ντε Μπεβέρ, μετέπειτα δημιουργού του Λούκι Λουκ. Οι περιπέτεις του φτωχού και μόνου καουμπόυ δημοσιεύθηκαν στην αρχή στο περιοδικό Spirou και αργότερα στο Pilote με τεράστια επιτυχία . Η συνεργασία τους κράτησε 22 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Γκοσινί έγραψε περίπου εβδομήντα σενάρια. Όπως εξομολογήθηκε ο Μόρις σε μια συνέντευξή του : Υπήρξε ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Όταν έγραφε τα σενάρια ήξερε πώς εγώ κατόπιν θα τα σχεδίαζα. Όταν με τη σειρά μου τα διάβαζα, ήξερα τί ήθελε να κάνει. Υπήρχε μια συνοχή, την οποία είχα και με άλλους σεναριογράφους ύστερα από αυτόν. Όμως ο Γκοσινί είχε το χάρισμα να γράφει το σενάριο σε δύο επίπεδα. Το πρώτο ήταν για τα παιδιά. Στο δεύτερο, όμως, έκλεινε το μάτι στην επικαιρότητα. Αυτό ήταν για τους ενήλικες. Πρόσφερε το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορέσουμε να μεγαλώσουμε το κοινό των κόμιξ.
Το 1951 ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου World Press, Ζορζ Τρουαφοντέν, με τον οποίο διατηρούσε φιλία, τον πείθει να επιστρέψει στο Παρίσι προσφέροντάς του τη θέση του διευθυντή στις εκδόσεις του. Eκείνη την εποχή ο Ρενέ Γκοσινί γνωρίζει τον Αλμπέρ Ουντερζό, η συνεργασία των οποίων έμελλε να χαρίσει σε όλο τον κόσμο το χωριό των τρελλών.
Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς συναντά τον σκιτσογράφο Ζαν Ζακ Σανπέ όπου λίγα χρόνια αργότερα παρουσιάζουν το Μικρό Νικόλα σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Η σειρά αυτή μεταφράστηκε σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες και ''έζησε'' δέκα χρόνια. Ο Ρενέ ανακάλυψε τη μαγική συνταγή, δηλαδή να περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή ενός παιδιού έξι έως δέκα ετών, λέει ο Σανπέ σε συνέντευξή του στη Φιγκαρό. Ο Μικρός Νικόλας είναι τα παιδικά χρόνια που εκείνος κι εγώ θα θέλαμε να έχουμε ζήσει.
Από το 1957 μέχρι το 1959 γράφει τα κείμενα για το κόμιξ που δημοσιευόταν τότε στο Tin Tin με τίτλο Prudence Petitpas. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι η ηλικιωμένη Προυντένς που ζει με το αγαπημένο της γατί Στάνισλας.
Παράλληλα στο ίδιο περιοδικό από το 1957 μέχρι το 1965 περιγράφει τις περιπέτειες του Ιταλού γκαφατζή μετανάστη, Σινιόρ Σπαγγέτι.


Το 1959 η κοινοπραξία Edifrance - Edipresse ξεκίνησε να εκδίδει το περιοδικό Pilote με τον Γκοσινί ως τον πλέον παραγωγικό συγγραφέα του. Στο πρώτο τεύχος, στις 29 Οκτωβρίου 1959 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά η πιο γνωστή δημιουργία του. Ο Αστερίξ, ο Γαλάτης. Η επιτυχία ήταν άμεση και παγκόσμια. 
Τρία χρόνια αργότερα σε συνεργασία με τον Ζαν Ταμπαρί παρουσιάζουν στους φίλους των κόμιξ έναν άλλο χαρακτήρα που αγαπήθηκε πολύ. Ο ραδιούργος Ιζνογκούντ από τη Βαγδάτη εμφανίζεται το 1962 στο τεύχος ιανουαρίου του περιοδικού Record με τίτλο Οι περιπέτειες του Χαλίφη Χαρούν Ελ πουσάχ. Λίγο αργότερα αλλάζει τίτλο και αρχίζει να δημοσιεύεται στο Pilote.
Το 19676 ο Γκοσινί παντρεύεται την -κατά δεκαοκτώ χρόνια νεότερή- του Ζιλμπέρ Πολαρό Μιλό και το 1968 γεννιέται η κόρη τους Άννα.
Ο Ρενέ ιδρύει τα στούντιο Ιντεφίξ μαζί με τον Ουντερζό και τον Ντραγκό. Σκηνοθετεί μερικά από τα αριστουργήματα των κινουμένων σχεδίων Αστερίξ και Κλεοπάτρα, Οι Δώδεκα Άθλοι του Αστερίξ, Ντέιζι Τάουν και η Μπαλάντα των Ντάλτον.

Το όνομα του Γκοσινί συνδέθηκε με το ανώνυμο, μικρό χωριό της Αρμορικής, του οποίου οι κάτοικοι, στο έτος 50 π.Χ αποδεικνύουν καθημερινά ότι αντιστέκονται και θα αντιστέκονται πάντα στους Ρωμαίους. Αντίθετα από τον Ουντερζό που ήθελε έναν ήρωα σωματώδη και επιβλητικό, ο Γκοσινί επιθυμούσε έναν αντι-ήρωα, έναν μικροφτιαγμένο πλην πανέξυπνο τυπάκο που θα έβγαζε όμως και γέλιο. Το όνομά του το επέλεξε, όπως λέγεται, ώστε να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις σε ενδεχόμενη μελλοντική κατάταξη των ηρώων των κόμιξ σε αλφαβητική σειρά. Έτσι επέλεξε το Αστερίξ, συνδυάζοντας τις λέξεις Αστερίσκος (* δηλ. τυπογραφικό σημάδι) και το Rix που σημαίνει βασιλιάς στην κελτική γλώσσα. Ο χαρακτήρας άρεσε τόσο πολύ στο κοινό ώστε το Νοέμβριο του 1965, όταν οι Γάλλοι εκτόξευσαν τον πρώτο δορυφόρο τους με κωδική ονομασία Α1, ανεπίσημα οι τεχνικοί τον είχαν βαφτίσει Αστερίξ!
Ο Οβελίξ βαφτίστηκε έτσι λόγω… της κομψότητάς του, την οποία κληρονόμησε κυρίως από τον πατέρα του. Οι οβελίσκοι στην αρχαία Αίγυπτο ήταν πέτρινες στήλες προς τιμήν του θεού Ήλιου. Ο ήρωας αυτός χαρακτηρίζεται επιπλέον για την ….γαλατική αβρότητα έναντι των Ρωμαίων, τους οποίους επιθυμεί για λόγους αρχής να αποτελειώνει ο ίδιος. Τη δύναμή του την οφείλει σε μια άτυχη στιγμή των βρεφικών του χρόνων, όταν έπεσε στη χύτρα με το μαγικό ζωμό. Ο προμηθευτής μενίρ, έγινε από το δεύτερο κιόλας επεισόδιο -Χρυσό δρεπάνι- αχώριστος με τον Αστερίξ.
Και φυσικά όπως δήλωναν και οι ίδιοι οι δημιουργοί το διασημότερο δίδυμο των Γαλατών δεν θα ήταν πλήρες αν δεν ήταν…. τρίδυμο! Πολύ σύντομα -Ο γύρος της Γαλατίας- ήρθε στην παρέα τους να προστεθεί ο οικολόγος σκύλος Ιντεφίξ, του οποίου το όνομα επιλέχθηκε μετά από ψηφοφορία των αναγνωστών του Pilote, μεταξύ πολλών άλλων ονομάτων. Και φυσικά ο Ιντεφίξ επειδή αφενός αγαπά το πράσινο και αφετέρου έχει ανατραφεί από τον Οβελίξ, αρέσκεται και στις... στολές των Ρωμαίων!
Απαραίτητος για τους άθλους τους, ο Δρ(ο)υίδης Πανοραμίξ, που κατέχει το μυστικό για την παρασκευή του περίφημου μαγικού ζωμού. Μάλιστα, ο Γκοσινί σε μια εξομολόγησή του σχετικά με τις ….οικογενειακές επιπτώσεις των χαρακτήρων του, ανέφερε κάποτε το εξής περιστατικό: όταν η κόρη του Άννα πήγε στο Δημοτικό οι μόνες πληροφορίες που είχε σχετικά με τους Δρ(ο)υίδηδες ήταν ό,τι αφορούσε στον Πανοραμίξ, μαζί και το μαγικό ζωμό! Με τον τρόπο αυτό περιέγραψε, λοιπόν, στη δασκάλα τα πρόσωπα αυτά, γεγονός για το οποίο εκείνη επέπληξε τους γονείς της.

Οι υπόλοιποι της συντροφιάς είναι ο αρχηγός Μα(τ)ζεστίξ, ο βάρδος Κακοφωνίξ, ο ψαρέμπορας Αλφαβητίξ, ο σιδηρουργός Αυτοματίξ αλλά και πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι κάτοικοι του χωριού, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι εκτός από το μόνιμο άγχος που έχουν, μην τυχόν τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, επιδίδονται συχνότατα στο σπορ των καυγάδων και ειδικότερα των… ψαροκαυγάδων. 
Ο Μα(τ)ζεστίξ μάλιστα, ο αρχηγός ή αλλιώς το γουρουνάκι της Μπονεμίνα, έχει ακόμη ένα άγχος πέραν του συνολικού περί πτώσης του ουρανού: αν θα σκύψουν οι βαστάζοι του, όταν περνούν τις πόρτες διότι αλίμονο αν έσκυβε ο αρχηγός! Η ... απήθεια των βαστάζων έχει δώσει αφορμή για σπαρταριστά περιστατικά στη.. βασιλική καλύβα!
Ο Αλφαβητίξ, ο μοναδικός ψαρέμπορος στην ιστορία του οποίου τα ψάρια ενίοτε ενοικιάζονται, αλλά συνήθως ίπτανται μετά τις δυναμικές παρεμβάσεις του Αυτοματίξ. Του σιδερά του χωριού ο οποίος επιτελεί και ένα επιπλέον έργο: προστατεύει μόνιμα τους Γαλάτες από ενδεχόμενη επίθεση των μελωδιών του Κακοφωνίξ! Σεβαστικός Γαλάτης, ποτέ μα ποτέ δεν χτυπάει εκείνο το ερείπιο τον Μαθουσαλίξ. Ω! μα τον Τουτάτης, είναι τρελοί αυτοί οι Γαλάτες! 


Πρωταγωνιστές επίσης είναι και οι δύστυχοι Ρωμαίοι, όλων των βαθμίδων με προεξάρχοντα τον Ιούλιο Καίσαρα, Γαλάτες από τις περιοχές, εγγύς … της Βρετάνης (γιατί μην ξεχνάμε ότι το χωριό είναι το κέντρο του κόσμου!) αλλά και διάφοροι λαοί σ΄ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Το άλλο και πιο αγαπημένο σπορ των ανίκητων Γαλατών είναι η λεληλασία των 4 ρωμαϊκών οχυρών που προστατεύουν τα… σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους! Ενώ οι φτωχοί λεγεωνάριοι πέφτουν με μια στο πεδίο της μάχης, ο Ιούλιος παραμένει περήφανος στο άλογό του. Κι όταν τους χρειαστεί, οι Γαλάτες είναι κοντά του (βλ. Ο γιος του Αστερίξ και Ο Αστερίξ στην Ελβετία). Έτσι! Για να είναι βέβαιοι οι Γαλάτες ότι κάποτε θα διατάξει νέα επίθεση των ανίκητων λεγεώνων του. Που με άλλες λέξεις σημαίνει ξύλο. Και μετά το ξύλο ένα καλό τσιμπούσι κάτω από τον μονίμως έναστρο ουρανό!
Οι ήρωες ταξίδεψαν στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στην Ινδία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία, στην Κορσική, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και στη Σκανδιναβία, έκαναν το γύρο της Γαλατίας, φιλοξενήθηκαν στη Λουτέτια (Παρίσι) και αντιμετώπισαν τους Νορμανδούς, ανακάλυψαν την Αμερικανική ήπειρο, πολλά-πολλά χρόνια πριν ο Κολόμβος φθάσει εκεί, και κράτησαν ως επτασφράγιστο μυστικό την επίσκεψή τους στην Ατλαντίδα. Τότε που ο λαίμαργος Οβελίξ λιμπίστηκε το μαγικό ζωμό με αποτέλεσμα να χάσει την.. κομψότητά του και να γίνει πάλι παιδί!
Βέβαια, αξίζει να επισημάνουμε ότι εκτός από τους Ρωμαίους, μόνιμα .. θύματα του Αστερίξ, του Οβελίξ και ενίοτε και του Ιντεφίξ είναι εκείνοι οι δύστυχοι πειρατές που σε κάθε περιπέτεια, βρίσκονται χωρίς πλοίο! Στο τέλος βέβαια είναι πάντα ελεύθεροι, αν και δαρμένοι, ώστε να αποχαιρετούν το ..σκαρί τους, το οποίο δεν ας μην ξεχνάμε ότι δεν το έχουν ξεχρεώσει ακόμη ….
Αλλά και τα αγριογούρουνα που ομολογουμένως πολλαπλασιάζονται με απίστευτο ρυθμό! Διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις καθημερινές απαιτήσεις του Οβελίξ αλλά ούτε και να καλύψουν ένα γενναίο, γαλατικό τσιμπούσι κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάποτε μάλιστα τα δύστυχα ζωντανά προσαρμόσθηκαν στο πολεμικό περιβάλλον τους. Κι έτσι οδηγούσαν πάντα τον Οβελίξ και τον Αστερίξ προς μία ρωμαϊκή περίπολο για να τους αποσπάσουν την προσοχή. Το αποτέλεσμα; Στη Ρώμη συζητήθηκε ξανά το θέμα επειδή ο Καίσαρας πίστεψε ότι οι Γαλάτες έχουν άγρια ζώα τα οποία επιτίθενται στους γενναίους λεγεωνάριους του Ακουάριουμ, Πετιμπόνουμ, Λαβδάνουμ και Μπαμπάορουμ. Αυτό το τελευταίο συνήθως ούτε ο ίδιος ο Ιούλιος δεν μπορούσε να το αρθρώσει σωστά!
Φυσικά από τις περιπέτειες του Αστερίξ, που διαδραματίζονται κυρίως σε δάση, δεν είναι δυνατόν να λείπουν και τα άγρια ζώα. Στην περιπέτεια Το Χρυσό Δρεπάνι,οι άτυχοι λύκοι, χωρίς να γνωρίζουν με ποιους έχουν να κάνουν τόλμησαν να αντισταθούν στους Γαλάτες. Τα αποτελέσματα σίγουρα, έπληξαν τη φήμη των περήφανων θηλαστικών, τα οποία, μα το Μπελισαμά, δεν τρώγονται κιόλας!
Και οι γυναίκες. Αχ! Αυτές οι μόνιμες κάτοικοι ή γκεστ σταρ, ταράζουν τα νερά του χωριού σκορπίζοντας έρωτα, θαυμασμό αλλά και πολλές φορές βία και ανατροπή των ισορροπιών! Ξέρουν να μαγειρεύουν, να ερωτεύονται, να γοητεύουν, να διδάσκουν, να φιλοσοφούν αλλά πάνω απ΄ όλα ξέρουν να είναι Γαλάτισσες με ό,τι συνεπάγεται αυτό!

Ο Ρενέ Γκοσινί, έφυγε από τη ζωή πολύ νέος. Πέθανε στο Παρίσι αιφνίδια από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία 51 ετών, στις 5 Νοεμβρίου 1977. Λίγο μετά το θάνατό του συνεχίστηκαν οι δικαστικές διαμάχες που είχαν προκύψει ήδη, με τον οίκο του Νταργκό. Οι περισσότερες ήταν νικηφόρες για την εταιρεία Αλμπέρ-Ρενέ που ιδρύθηκε από τον Ουντερζό. Τα δικαιώματα του συγγραφέα διαχειρίζεται η κόρη του Άννα, σε συνεργασία με τον σκιτσογράφο.
Μπορεί οι μετά θάνατον του πατρός, περιπέτειες του Αστερίξ να μην υστερούν εικαστικά σε σχέση με τις άλλες, ωστόσο είναι κοινή παραδοχή ότι υπολείπονται σεναρίου, παρ΄ όλες τις προσπάθειες του μεγάλου σκιτσογράφου να προσεγγίσει το πνεύμα του φίλου του. Εντονότερη κριτική ασκήθηκε για την τελευταία περιπέτεια (2005) με τίτλο Και ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι τους, που ξένισε λόγω των εξωγήινων πλασμάτων τους κλασικούς αναγνώστες.
Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Ο Ρενέ Γκοσινί, πέρα από το ανεξάντλητο χιούμορ του, μας μετέφερε μέσα από τις περιπέτειες των Γαλατών πολλά ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία διαφόρων λαών, οι οποίοι όπως είναι γνωστό, κατά κανόνα είναι …. τόσο τρελοί όσο και οι Ρωμαίοι! Αντίστοιχα ο μεγάλος δημιουργός στις περιπέτειες του Λούκι Λουκ, είχε συμπεριλάβει πλήθος πραγματικών γεγονότων και υπαρκτών προσώπων. Οι 33, συνολικά, περιπέτειες του Αστερίξ, εκ των οποίων οι 24 σε κείμενα του Γκοσινί, έχουν μεταφρασθεί σε περισσότερες από 100 γλώσσες στον κόσμο αλλά και σε πολλές διαλέκτους. Στη χώρα μας ειδικότερα έχουν κυκλοφορήσει αρκετά τεύχη στην Αρχαία Ελληνική αλλά και στην Ποντιακή, Κρητική και Κυπριακή διάλεκτο. Επίσης ορισμένες περιπέτειες μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με έναν εξαιρετικό Ζεράρ Ντεπαρντιέ, στο ρόλο του Οβελίξ.
Ο χαρακτήρας που εμπνεύστηκε ο Ρενέ Γκοσινί, έχει καταξιωθεί ως ένα πραγματικό σύμβολο για τη Γαλλία. Μάλιστα όταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 το Παρίσι διεκδικούσε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων του 1992, ο τότε δήμαρχος της πόλης και μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Ζακ Σιράκ, απευθύνθηκε στον Αλμπέρ Ουντερζό ώστε να ετοιμάσει μία αφίσα και ένα τετρασέλιδο κόμιξ, για την προβολή των ενεργειών με κεντρικό ήρωα τον Αστερίξ. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο πολύ όμορφο, που λέγεται ότι οι Αθάνατοι, παρόλο που δεν υπερψήφισαν το Παρίσι, δεν επέστρεψαν ποτέ το πρωτότυπο της αφίσας στο δημιουργό της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η γαλλική σελίδα του Ρενέ Γκοσινί
Βικιπαίδεια: Ρενέ Γκοσινί
Μετάφραση συνέντευξης του Γκοσινύ (1973)
Οι περιπέτειες του Μικρού Νικόλα
Ο Μικρός Νικόλας σε νέες Περιπέτειες
Ο Aστερίξ στη Γουόλ Στριτ
Ο κύριος Σπαγγέτι στην εφημερίδα του Τεν Τεν
Η σελίδα του Λούκι Λουκ
Εκδόσεις Le Lombard
Εκδόσεις ΜΑΜΟΥΘ COMIX

Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit