Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Με αφορμή έναν θάνατο.....


Πριν από λίγες μέρες εγκατέλειψε αυτό τον κόσμο ο Γιάννης Δαλιανίδης. Καθόμουν αναπαυτικά στον καναπέ μου και μασούλαγα πατατάκια, όταν κάποιο κανάλι έκανε σύνδεση με το κοιμητήριο όπου θα γινόταν η ταφή. Ο δημοσιογράφος άρχισε να μιλά και να απαριθμεί τους κοσμικούς που θα παρίστατο στο τελευταίο ταξίδι του σκηνοθέτη, όταν ξαφνικά η λεπτομέρεια τρύπωσε για λίγα δευτερόλεπτα στην οθόνη. ΄΄Η ταφή θα γίνει, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία΄΄. Όπερ σημαίνει άθεος ο μάγκας. Γιατί μάγκας; Επειδή είναι μαγκιά να βγάζεις τη γλώσσα στο φόβο. Εκείνη την τελευταία σου στιγμή σχεδόν πάντα δειλιάζεις, ζητάς να πιαστείς από κάπου, να δημιουργήσεις μιαν ελπίδα. Γιατί φοβάσαι.Το άγνωστο, το τίποτα, το απόλυτο, τη λήθη. Όπως θες πες το. Φοβάσαι…..
Οι αναμνήσεις μου με γύρισαν χρόνια πίσω. Σε ένα πέτρινο σπιτάκι στην κορυφή ενός λόφου στο χωριό της μητέρας μου. Πιτσιρίκι τότε κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί έπαιζα με εκείνα τα χρωματιστά βελάκια που στόχευαν σε έναν επιτοίχιο κύκλο. Η αδερφή του παππού μου φρόντιζε να τα έχει πάντα έτοιμα για μένα. Κι όταν τελείωνα το παιχνίδι μου καθόμουν μαζί της, δίπλα στο κρεβάτι και της έκανα παρέα. 
Η ερώτηση που θυμάμαι να μου κάνει συνεχώς όσα χρόνια ΄΄την έζησα΄΄ ήταν μια συγκεκριμένη, ευθύς και χωρίς παραλλαγές.
΄΄Όταν πεθάνω θα έρθεις στην κηδεία μου;΄΄
΄΄Τι λες ρε γιαγιά;΄΄ νευρίαζα.  ΄΄Άρχισες πάλι;΄΄
 ΄΄Πες μου΄΄ επέμενε.
΄΄Θα έρθω΄΄.

…και πήγα. Λίγα χρόνια αργότερα. Παρέμενα πατσιρίκι.
Μπήκα στο γνώριμο σπίτι και μέσα στη γενική αναταραχή κρυφάκουσα μια συζήτηση μεγάλων. ΄΄…..δεν δέχτηκε κανέναν πούστη με ράσα να τη μεταλάβει΄΄.
Τη θυμάμαι να βγαίνει από το σπίτι σαν την ωραία κοιμωμένη, αγέρωχη όπως πάντα. Μπροστά στο φόβο του θανάτου στάθηκε ακριβώς όπως και στη ζωή. Ίδια. Κάτι που συναντώ σπάνια.
Στην εκκλησία δεν πήγα. Εξάλλου εκεί θα είχε ΄΄πούστη με ράσα΄΄, όπως είπα στη μάνα μου και κόντεψε να πάθει έμφραγμα. Την αποχαιρέτησα στην αυλή της. Δίπλα στα λουλούδια που τόσο αγαπούσε, χωρίς ένα δάκρυ να κυλήσει στα μάγουλά μου. Γιατί η συνέπεια των λεγομένων σου στη ζωή και στο θάνατο δε χαιρετιέται με κοινές αντιδράσεις.

………και μιαν ασθένεια
Είσαι παιδί περιστοιχισμένο από μια μεγάλη αγαπημένη οικογένεια. Αδέρφια, ξαδέρφια, φίλους συμμαθητές. Παίζεις σε πλατείες, αλάνες, πεζοδρόμια, σπίτια με άρωμα μαμάς και μαγειρεμένου φαγητού. Τα χρόνια περνούν και δε σε αγγίζουν. Έχεις γεμάτα τα ρουθούνια σου από κανέλα τα Χριστούγεννα και μαστίχα το Πάσχα…και τους τοίχους στα κουτάκια του μυαλού σου ντυμένους με όμορφες ταπετσαρένιες αναμνήσεις, δεμένους με πολύχρωμες κορδέλες σαν σε συσκευασία δώρου. Ζεις το παραμύθι σου. Χωρίς κακιές μάγισσες. Με Χιονάτες, Σταχτοπούτες, Αλίκες, Κοκκινοσκουφίτσες.
Ζεις το παραμύθι σου από το τέλος και καθώς μεγαλώνεις διαπιστώνεις ότι είναι το μόνο που έχει rewind. Την πάτησες.
Οι αλάνες λιγοστεύουν, οι φίλοι συμπυκνώνονται από το χρόνο, μοιάζοντας κονσέρβα πολτού χτυπημένη σε κάποιο ράφι σούπερ μάρκετ, οι συγγενείς γίνονται εικόνα σε ξεθωριασμένη φωτογραφία…..
Και η ζωή… σβήνει με την πατημασιά της, τα πρόσωπα.…
Ο φόβος κάνει συμμαχία μαζί της κι εσύ μοιάζεις με το Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να καταθέτεις ψυχή για να αποτρέψεις το αναπόφευκτο.
Η ζωή, όμως, όταν υιοθετήσει το φόβο κουβαλάει μαζί της κι έναν Εφιάλτη.
Μα πώς πίστεψες ότι θα ζεις για πάντα;
Γελάστηκες. Αφέθηκες στην πλάνη.
Το ταξίδι σε λίγο τελειώνει.
Θες να το γνωρίζεις καπετάνιε;

Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Απώλεια....

 
 
Κάποτε η Μαλβίνα σε ένα άρθρο της, απευθυνόμενη στην κολλητή της – χαμένη από καιρό - είχε γράψει το εξής εκπληκτικό: ΄΄Αγαπημένη μου φίλη Ειρήνη. Σου λείπω αβάσταχτα ή πάρα πολύ;΄΄
Είναι κάποιες φορές που η απώλεια κάνει δηλώσεις.
Είναι κάποιες στιγμές που αντέχουν τις παύσεις….και αυτή ήταν μια τέτοια δυνατή στιγμή.
Υπάρχουν ερωτήσεις ανεξάρτητες, ακομπλεξάριστες, θρασείς. Ερωτήσεις- δηλώσεις. Και άλλες που ικετεύουν την απάντησή σου, όχι απαραιτήτως από αγάπη, αλλά από ανάγκη. Αυτές ζουν σαν άγρια θηρία, προσκολλώντας πάνω σου σα βδέλλες, απαιτώντας να ρουφήξουν και την τελευταία ικμάδα των θέλω σου.  Ερωτήσεις που οι αδαείς εκλαμβάνουν ως ενδιαφέρον.
Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που το κύριο μέλημά τους ήταν να τους αγαπάνε οι άλλοι, να λείπουν στους άλλους, να είναι απαραίτητοι. Πόσους από αυτούς ξέρετε που αφού το πετύχαιναν, έμεναν;
Θέλω να γράψω για την απώλεια, τη μοναδική αληθινή δήλωση. Για εκείνη την ξυραφιά που γίνεται άθελά σου και είναι τόσο αδέξια προσεγμένη, τόσο καχύποπτα πεινασμένη που δεν αφήνει περιθώρια για ΄΄αφελείς΄΄ ερωτήσεις.
Νομίζω ότι είμαι ανάμεσα στην πληγή και στο ξυράφι. Αιχμάλωτη εκεί, ανίκανη να αντιμετωπίσω την ομορφιά και των δύο. Ανήμπορη να πιστέψω πως μπορώ να προκαλέσω και τα δυο.
Λοιπόν….πώς μπορεί να κλείσει ένα κενό; Με λόγια, έργα, αφορισμούς, κατάρες;
Ή μήπως με ηχηρές σιωπές; Με μεγάλες παύσεις; Με τίποτα. Η απώλεια δεν επουλώνεται με τίποτα. Είναι από αυτές τις τόσο αυτόνομες κυρίες που δεν μπορεί να τις ‘’καπελώσει’’ κανείς.
 Κάποιοι θα πουν ότι κάνω λάθος. Ότι το κενό που αφήνει η απώλεια σβήνει με την παρουσία. Σβήνω σημαίνει δεν αφήνω σημάδια πουθενά. Μα η απουσία πάντα χαράσσει, έτσι ώστε να στρογγυλοκάθεται στο κουτί των αναμνήσεών σου -μόνο λιγοστά αχνή-και να πετάγεται, χωρίς να σηκώνει το χέρι, σαν αναιδής μαθήτρια κάθε φορά που η ζωή μας κάνει δύσκολες ερωτήσεις.
΄΄Είσαι ευτυχισμένος;΄΄ 
…….και ουπς! Να τη η απώλεια.
΄΄Σου λείπω αβάσταχτα ή πάρα πολύ;΄΄ Να τη και η δήλωση. ΄΄Γιατί εμένα μου λείπεις…..΄΄

Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit

Ψευδαίσθηση ελευθερίας


Ανέκαθεν μου άρεσαν τα παράθυρα. Τα παράθυρα παντού. Στο σπίτι, στο τρένο, στο αεροπλάνο. Αγάπη για εκείνα, μίσος για οτιδήποτε άλλο τα έκλεινε. Γι'αυτό ποτέ μου δε συμβιβάστηκα με κουρτίνες, με πατζούρια, με τέντες, ακόμα και με ανθρώπους που έβαζαν μπροστά τον άχαρο εαυτό τους, τις ανασφάλειές τους και περιόριζαν τη θέα μου. Εμένα μου αρέσει ο ουρανός! Γουστάρω και το σκοτάδι του και τη μαυρίλα του, αρκεί να τη βλέπω. Να μη μου κρύβεται. Να μη μου θυμίζει άνθρωπο. Καταλαβαίνεις;
Στο σπίτι μου έχω μια τεράστια τζαμαρία. Απ'άκρη σ'άκρη. Σε όλο το καθιστικό. Να μη νιώθω αιχμάλωτη, φυλακισμένη. Να έχω την ψευδαίσθηση ότι υπάρχω κάπου εκεί έξω. Να κλείνω το μάτι στον ήλιο τα υπέροχα πρωινά της χαράς μου......Να ακουμπά ο ουρανός τη θλίψη του πάνω μου και να παρηγορεί ο ένας τον άλλον εκείνες τις ατέλειωτες μοναχικές Κυριακές. Να τα κοιτάζω και να χάνομαι. Στις σκέψεις μου, στις αναμνήσεις μου, στις ετσιθελικά ατέλειωτες στιγμές μου...
Στις μέρες του άλλου μου σπιτιού, του άσπρου, του γεμάτου φοβισμένο κόσμο, ζήταγα παράθυρο με θέα. Να βλέπω το Λυκαβητό. Εκείνος ο φωτισμένος βράχος με κράταγε έξω από αυτά που γίνονταν. Που εμένα δε με αφορούσαν. Όχι από αναισθησία ή από έλλειψη φόβου. Από ανάγκη.
Τα παράθυρα της ψυχής μου υπάρχουν εκεί, γιατί τα τοποθέτησα εγώ. Με μεγάλη επιμέλεια. Από μικρό παιδί. Εν πλήρη συνειδήσει. Αποτελούν δίοδο φυγής, δήλωση ελευθερίας. Ας είναι εδώ κι ας μη πετάξω ποτέ, λίγη σημασία έχει. Αρκεί να ξέρω πως μπορώ. Αρκεί να εκφοβίζω την ίδια τη ζωή, ότι ανά πάσα στιγμή φεύγω....

Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit