Αποπλανώντας την αίσθηση του μοναδικού εαυτού μας, γινόμαστε ένα με τη μάζα είτε αυτή είναι πλειοψηφία είτε μειοψηφία. Ντυνόμαστε πανομοιότυπα, φερόμαστε ανάλογα, κάνουμε τα ίδια τετριμμένα όνειρα, αναλύουμε τη ζωή από πολύ κοντά και το θάνατο από απόσταση. Οι μέρες μας, μας συνηθίζουν, όχι εμείς εκείνες, η ζωή μας βαριέται γιατί το παίζουμε ''ξερόλες'', ο χρόνος μας προειδοποιεί – πάντα το έκανε με το πέρασμά του, με αυτό το ανελέητο τικ τακ – εμείς επιλέγαμε να μην τον ακούμε.
Μέχρι που ο εαυτός μας, την ώρα που περνάμε μπροστά από έναν καθρέπτη, μας υποχρεώνει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Όχι για να θαυμάσουμε τις καινούριες μας ανταύγειες, ούτε για να ακούσουμε το ''φτου σου παιδί μου! Κούκλα είσαι πάλι!''. Τώρα ο λόγος είναι άλλος. Αυτή η κυρία που στέκεται απέναντί σου είναι πασαλειμμένη με μπογιές. Τα χείλη της έχουν φουσκώσει και το κραγιόν προσπαθεί να δραπετεύσει από τη γεύση της πίκρας τους. Τα μάτια της είναι υγρά, η μάσκαρα και το μολύβι έχουν κατέβει ως τα μάγουλα. Μου υπενθυμίζει αυτό που ξέχασα, ότι είμαι μοναδική....και μόνο εγώ...και μου απομένουν επτά ώρες ξεγνοιασιάς ή αμφιβολίας. Εγώ αποφασίζω. Διαλέγω την πρώτη. Επιλέγω την άγνοια για όσο μπορώ.
Την αποπλάνηση την έκανα εν γνώση μου, κι ας κατηγορήθηκα πολλάκις. Έβαψα με υπέροχα χρώματα τους τοίχους του μυαλού μου, έκανα το χρόνο λάμπα να φωτίζει τις στιγμές μου – και πρέπει να ομολογήσω ότι ποτέ δεν τον αγνόησα. Ίσως λίγο στα χρόνια της μετεφηβικής μου ζωής. Ίσως γι'αυτο το φως του ''καίει'' ακόμα. Υπήρξαν φορές βέβαια που τσακωθήκαμε, τον κατηγόρησα γιατί δεν υπήρξε σύμμαχός μου. Εκείνος μόνο σιωπούσε και μου έδειχνε το φως που διαχέετο στις στιγμές μου.
Εξίμισι ώρες ακόμα. Μου κρατάει το χέρι εκείνος που κατηγόρησα για εχθρό. Για πρώτη φορά περνά αργά, όχι όμως βασανιστικά. Εγώ του το ζήτησα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου